- συνεσπειραμένως
- συνεσπειρᾱμένως, Adv.A in a concentrated form, Procl. in Prm. p.533 S., Id.in Ti.1.149 D.; opp. ἀνειλιγμένως, Herm. in Phdr. p.137 A.; σ. καὶ ἡνωμένως ib. p.114 A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεσπειραμένως — in a concentrated form indeclform (adverb) συνεσπειρᾱμένως , συσπειράομαι perf part mp masc acc pl (attic doric) συνεσπειρᾱμένως , συσπειράομαι perf part mp masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσπειραμένως — A επίρρ. με συσπείρωση, πυκνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσπειραμένος τού συσπειρῶ (< σπεῖρα)] … Dictionary of Greek